- ἀφειδῶ
- ἀφειδέωto be unsparingpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀφειδέωto be unsparingpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφειδώ — ἀφειδῶ ( έω) (Α) [αφειδής] 1. είμαι αφειδής, παρέχω κάτι χωρίς φειδώ 2. αψηφώ, περιφρονώ (κινδύνους, πόνο κ.λπ.) 3. (η μτχ. αορ. απολύτως) ἀφειδήσαντες παράτολμα, ριψοκίνδυνα … Dictionary of Greek